- τίλιο
- τό1) липовый цвет (сушёный); 2) липовый настой
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
τίλιο — Aφέψημα που παρασκευάζεται από τα άνθη της φλαμουριάς. * * * το, Ν 1. το αφέψημα που παρασκευάζεται από άνθη και φύλλα τής μικρόφυλλης φλαμουριάς, αλλ. λεπτόφυλλο φλαμούρι 2. το αφέψημα που παρασκευάζεται από άνθη και φύλλα τής πλατύφυλλης… … Dictionary of Greek
τίλιο — το (λ. ιταλ.) 1. φλαμούρι, φλαμουριά. 2. το ρόφημα από τα φύλλα και τα άνθη της φλαμουριάς … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φλαμουριά — (τίλια η πλατύφυλλη ή ευρωπαία). Φυλλοβόλο δέντρο της οικογένειας των τιλιιδών (δικοτυλήδονα), γνωστό και ως τίλιο. Οι τιλιίδες είναι συγγενείς με τους μαλαχίδες, μαζί με τους οποίους υπάγονται στην τάξη των μαλαχωδών. Πρόκειται για ένα ωραίο… … Dictionary of Greek
μέλι — Ρευστή σακχαρώδης ουσία με ιδιαίτερο άρωμα. Προέρχεται από το νέκταρ των ανθέων, το οποίο απορροφούν οι μέλισσες και αποθηκεύουν στον πρόλοβό τους. Το νέκταρ είναι ένας γλυκός χυμός που εκκρίνεται από ειδικούς αδένες των ανθέων και αποτελείται… … Dictionary of Greek
φιλύρα — I Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 180 μ.) του νομού Τρικάλων. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (10 τ. χλμ.). II Όνομα μυθολογικού προσώπου, κόρη του Ωκεανού. Από τον Κρόνο, που της παρουσιάστηκε με μορφή ίππου, γέννησε τον Κένταυρο Χείρωνα, που ήταν… … Dictionary of Greek
φλαμούρι — το, Ν 1. βοτ. φλαμουριά 2. το ξύλο τής φλαμουριάς 3. αφέψημα από τα φύλλα τής φλαμουριάς, τίλιο 4. βοτ. άλλη ονομασία τού φυτού μελία. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για τ. διαλ. προελεύσεως] … Dictionary of Greek
φλαμούρι — το 1. άλλη ονομασία του δέντρου φιλύρα. 2. το ξύλο της φιλύρας: Τραπέζι από φλαμούρι. 3. ρόφημα που γίνεται από το βράσιμο των φύλλων της φιλύρας, το τίλιο: Ήπια το πρωί ένα φλαμούρι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)